- λοιδορον
- λοίδοροντό Arst. = λοιδορία См. λοιδορια
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λοίδορον — λοίδορος railing masc/fem acc sg λοίδορος railing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοίδορος — ο (Α λοίδορος, ον) υβριστικός, ονειδιστικός, χλευαστικός («ὁ κῶμος λοίδορόν τ ἔριν φιλεῑ», Ευρ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ λοίδορος ο υβριστής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λοίδορον η λοιδορία. επίρρ... λοιδόρως (Α) με υβριστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
CANIS — I. CANIS Arabiae Felicis fluv. Ptol. II. CANIS Ordo equestris a Buchardo IV. ex Montmorantia famil. primo Galliae Barone, institutus; qui pace cum Philippo I. vel Ludov. fil. eius potius, a quo arce quâdam exutus erat, quod Adrianum Abbatem S.… … Hofmann J. Lexicon universale
κυδώνιος — κυδώνιος, ία, ον (Α) 1. μτφ. φουσκωμένος σαν κυδώνι («κυδώνια τιτθία», Αριστοφ. 2. (κατά τον Ησύχ.) «κυδώνιον μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον...» 3. φρ. «κυδώνιον μῆλον» ο καρπός τής κυδωνιάς, το κυδώνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στο ουδ.… … Dictionary of Greek